- τεσσαράγκωνος
- η , ο четырёхугольный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεσσαράγκωνος — η, ο, Ν βλ. τεσσεράγκωνος … Dictionary of Greek
τεσσεράγκωνος — και τεσσαράγκωνος, η, ο, Ν ο τετράγωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσερα + αγκωνή «γωνία» τ. διαλ. προέλευσης] … Dictionary of Greek